ὁμολογῇς

ὁμολογῇς
ὁμολογέω
to be
pres subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὁμολογῆις — ὁμολογῇς , ὁμολογέω to be pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακυλοχλωρίδια — Οργανικές ενώσεις του γενικού τύπου CνH2v+1 COCL. Τα μέλη της ομόλογης αυτής σειράς είναι άχρωμα λεπτόρρευστα υγρά, που ατμίζουν στον αέρα και έχουν διαπεραστική οσμή. Αποστάζουν χωρίς να διασπώνται και βράζουν σε πολύ χαμηλότερη θερμοκρασία από… …   Dictionary of Greek

  • καθομολογώ — (Α καθομολογῶ, έω) αναγνωρίζω ανεπιφύλακτα, παραδέχομαι, ομολογώ («καὶ ὅρα, ὦ Κρίτων, ταῡτα καθομολογῶν, ὅπως μὴ παρὰ δόξαν ὁμολογῆς», Πλάτ.) αρχ. 1. (ενεργ. και παθ.) συγκατατίθεμαι, υπόσχομαι («καθομολογήσας ἡμῑν πίστιν δοῡναι ἐν ακροπόλει»,… …   Dictionary of Greek

  • κυκλοπροπάνιο — το χημ. αλεικυκλική οργανική ένωση, κορεσμένος υδρογονάνθρακας, το πρώτο μέλος τής ομόλογης σειράς τών κυκλοαλκανίων …   Dictionary of Greek

  • λαιβουλικός — και λεβουλικός, ή, ό φρ. χημ. «λαιβουλικό οξύ» ή «λεβουλικό οξύ» οργανική ένωση που αποτελεί πρώτο μέλος τής ομόλογης σειράς τών γ κετονοξέων και παρασκευάζεται με θέρμανση τού αμύλου ή τών εξοζών και κυρίως τής φρουκτόζης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην …   Dictionary of Greek

  • οξαλικός — ή, ό φρ. α) «οξαλικό οξύ» χημ. άκυκλη οργανική ένωση, το πρώτο μέλος τής ομόλογης σειράς τών κορεσμένων δικαρβονικών οξέων, που είναι γνωστό και με τη συστηματική ονομασία αιθανοδιοϊκό οξύ β) «οξαλική διάθεση» ιατρ. ιδιοσυστασιακή κατάσταση τού… …   Dictionary of Greek

  • παραφίνες — οι χημ. άλλη ονομασία τών χημικών ενώσεων τής ομόλογης σειράς τών αλκανίων, κορεσμένων υδρογονανθράκων, που χαρακτηρίζονται από τη χημική αδράνεια τους απέναντι στα χημικά αντιδραστήρια …   Dictionary of Greek

  • φορμαλδεΰδη — η, Ν 1. χημ. άκυκλη οργανική χημική ένωση, το πρώτο μέλος τής ομόλογης σειράς τών κορεσμένων μονοαλδεϋδών, γνωστή και ως μυρμηκική αλδεΰδη καθώς και με τη συστηματική ονομασία μεθανάλη 2. (φαρμ.) διαυγές, άχρωμο και δριμείας οσμής διάλυμα, που… …   Dictionary of Greek

  • αιθέρες — Χαρακτηριστικές οργανικές ενώσεις οι οποίες αποτελούνται από άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο. Οι α. προέρχονται από τις αλκοόλες με την αντικατάσταση ενός ατόμου υδρογόνου με μια αλκυλική ρίζα: R–ΟΗ+R–ΟΗ ↔ R–Ο–R+Η2Ο Μπορεί να είναι απλοί ή σύνθετοι …   Dictionary of Greek

  • ακυλοβρωμίδια — Οργανικές ενώσεις του γενικού τύπου CνH2v+1COBr. Σπουδαιότερο μέλος της ομόλογης αυτής σειράς είναι το ακετυλοβρωμίδιο, CH3COBr με σημείο βρασμού τους 81°C (βλ. λ. ακυλαλογονίδια) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”